ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΑΝΟΥΡΗΣ| Καθηγητής Μαθηματικών, Εκπαιδευτήρια Δούκα
Για μια γενιά χωρίς «κατηγορίες» (Τι λέτε; Το’ χουμε;)
Πάντα είμαι καχύποπτος με κάθε είδους κατηγοριοποίηση και κοινωνική διαίρεση. Πολύ συχνά, θεωρητικά αθώοι διαχωρισμοί εγκυμονούν «ταμπέλες» και κάθε ταμπέλα με τη σειρά της ενδέχεται να μετατραπεί σε εφαλτήριο για ανισότητες.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει ποτέ να κατηγοριοποιούμε. Άλλα κάθε φορά που το κάνουμε, καλό είναι να επισημαίνουμε το πόσο ελαστικές είναι οι ομαδοποιήσεις που προκύπτουν από την προσπάθειά μας να μελετήσουμε ένα κοινωνικό φαινόμενο και το πόσο πιθανό είναι να «τσουβαλιάζουμε» αδίκως κάποια άτομα, προκειμένου να βγάλουμε «καθολικά» συμπεράσματα.
Συγνώμη που ξεκίνησα έτσι αυτό το κείμενο, αλλά φοβάμαι ότι αν το διαβάσω σε πέντε χρόνια μπορεί να έχω πέσει έξω σε αρκετά σημεία. Οπότε σκέφτηκα ότι καλό θα ήταν να έχω διευκρινίσει ότι τα πράγματα είναι συνήθως ρευστά. Ίσως έτσι μου συγχωρήσω τις αστοχίες μου στα παραδείγματα κατηγοριοποιήσεων που θα αναφέρω.
Ένα πρώτο παράδειγμα κατηγοριοποίησης είναι αυτό των γενεών (generations). Η κάθε γενιά συνήθως συμβολίζεται με ένα γράμμα και «απλώνεται» χοντρικά σε μία δεκαπενταετία. Ας πούμε, εγώ που είμαι 33 ετών, ανήκω στη Gen Y (1981-1995), οι μαθήτριες και οι μαθητές μου από το Λύκειο και το Γυμνάσιο ανήκουν στη Gen Z (1996-2012), ενώ η κόρη μου που είναι 4 ετών, ανήκει στη Gen A (2013-2025). Αν τώρα προσπαθούσαμε να χαρακτηρίσουμε τη σχέση της κάθε γενιάς με την τεχνολογία, δε νομίζω ότι θα δυσκολευόμασταν ιδιαίτερα.
Όπως καταλαβαίνετε, η δικιά μου γενιά «ανακάλυψε» το διαδίκτυο, τα κινητά και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κάπου κοντά στην εφηβεία της, ενώ όταν η Gen Z έκανε τα πρώτα της βήματα, αυτά ήδη θεωρούνταν δεδομένα. Βέβαια, για τη Gen A – τη γενιά της τεχνητής νοημοσύνης και της επαυξημένης πραγματικότητας- όλα αυτά είναι… σαν το σπίτι της. Και νομίζω πως δεν θα ήταν υπερβολή αν αφαιρούσαμε το «σαν». Μάλιστα, αν το αφαιρούσαμε, ίσως καταλαβαίναμε καλύτερα γιατί η Gen A αποκαλείται και «Gen Glass».
Μιας και ασχολούμαστε λοιπόν, με διαφορετικές γενιές που αποτελούνται από διαφορετικούς ανθρώπους, τι θα λέγατε να αναλογιστούμε για λίγο πώς τα πάνε αυτές οι γενιές με την ίδια τη «διαφορετικότητα». Ή μάλλον -για να γίνω πιο σαφής- πώς άραγε τα πάει η Gen Z και πώς θα τα πάει η Gen Glass με την αποδοχή του «διαφορετικού», όποια κι αν είναι η μορφή του;
Νομίζω ότι αυτή είναι μία καλή ερώτηση. Κι αυτό το λέω, γιατί αν κάναμε την ίδια ερώτηση για τις προηγούμενες γενιές, δεν μου φαίνεται ότι η απάντηση θα ήταν και τόσο καλή. Πιστεύω ότι η ανθρώπινη ιστορία μάς δείχνει ότι η συντριπτική πλειοψηφία της ανθρωπότητας έχει κακοποιηθεί. Είτε συναισθηματικά, είτε λεκτικά, είτε σωματικά, είτε σεξουαλικά, είτε οικονομικά, είτε ψυχολογικά, είτε με πολλούς συνδυασμούς των παραπάνω τρόπων και συνήθως επανειλημμένα.
Κάπως έτσι φτάνουμε στο δεύτερο παράδειγμα κατηγοριοποίησης, που ταυτόχρονα αποτελεί βασική αιτία -παγκοσμίως και διαχρονικά- για όλα τα προαναφερθέντα είδη κακοποίησης. Αναφέρομαι φυσικά στην κατηγοριοποίηση των ανθρώπων με βάση το φύλο. Στην πρώτη ταμπέλα που «καρφώθηκε» πάνω μας πριν καν γεννηθούμε. Πρόκειται για μια ταμπέλα που φέρει ένα σύνολο προσδοκιών, απαιτήσεων και επιταγών. Το δίπολο «αγοράκι ή κοριτσάκι», εκτός του ότι είναι η πρώτη ερώτηση που κάνανε για μας στην έγκυο μητέρα μας μόλις υπονοήθηκε η επικείμενη ύπαρξή μας, είναι και το πρώτο θεμέλιο των έμφυλων διαχωρισμών. Αθλήματα, χόμπι, ρούχα, μαλλιά, χρώματα, παιχνίδια, συναισθήματα, συμπεριφορικά μοτίβα, ακόμη και επιφωνήματα, διαχωρίστηκαν σε αντρικά και γυναικεία στην κολυμπήθρα αυτού του διπόλου. Όποιο ον δεν επιλέγει κάτι από τη «σωστή» κατηγορία, σε σχέση με αυτό που καταγράφηκε ως «φύλο του» κατά τη γέννησή του, αρχίζει να αποκαλείται διαφορετικό. Κι όσο πιο πολλές «λάθος» επιλογές κάνει τόσο πιο διαφορετικό θεωρείται και συνήθως με τόσο πιο πολύ χλευασμό αντιμετωπίζεται, από αυτούς και αυτές που έκαναν τις «σωστές» επιλογές. Από αυτούς και αυτές που υποχρεώθηκαν να
καταπιούν αμάσητα κάποια «πρέπει» όταν ήταν μωρά.
Όταν μπαίνω σε ένα τμήμα της Β’ Λυκείου, τα παιδιά ξέρουν λέξεις που εγώ ούτε τις φανταζόμουν στην ηλικία τους. Και δεν αναφέρομαι μόνο σε λέξεις όπως «influencer» ή «smartphone», αλλά και σε λέξεις όπως «ενσυναίσθηση» ή «γυναικοκτονία». Κι αν για τις πρώτες δύο σχεδόν ποτέ δεν χρειάζεται να κάνουμε κουβέντα στην τάξη γιατί γνωρίζουν τη σημασία τους -πιθανότατα καλύτερα και από εμένα-, για τις δύο τελευταίες χρειάζεται. Κι ο λόγος που χρειάζεται δεν είναι γιατί τα παιδιά δεν έχουν όρεξη για τέτοιες κουβέντες. Θα μπορούσα να βάλω και το χέρι μου στη φωτιά ότι η πλειοψηφία των σημερινών εφήβων της Gen Z διψάνε για συζητήσεις που αφορούν την έμφυλη βία ή τη δεξιότητα να μπαίνουμε στη θέση του άλλου. Θα δεχόντουσαν να χάσουν ακόμα και τα διαλείμματά τους για μια τέτοια συζήτηση. Κι αν τυχαίνει να διαβάζει αυτές τις γραμμές κάποιος/α εκπαιδευτικός, καταλαβαίνει πολύ καλά τι εννοώ.
Ο λόγος λοιπόν, που είναι αναγκαία μια ανταλλαγή απόψεων για έννοιες όπως «ενσυναίσθηση» ή «γυναικοκτονία», είναι γιατί δυστυχώς, αν και βρισκόμαστε στο 2022, μαθήματα όπως εκείνο της Σεξουαλικής Αγωγής ή εκείνο της Ψυχολογίας απουσιάζουν από το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Μαθήματα που αν υπήρχαν κανονικά στο ωρολόγιο πρόγραμμα και διδάσκονταν κανονικά, πιστεύω ότι ο ρυθμός και η ένταση κακοποιητικών συμβάντων στη χώρα μας θα έπεφτε κατακόρυφα. Και αφήνω τη λέξη «κανονικά» να τη νοηματοδοτήσετε κατά βούληση.
Η Gen Z λοιπόν, μια γενιά που βρισκόταν στο σχολείο όταν το metoo έκανε πέρυσι την εμφάνιση του στην Ελλάδα, μια γενιά που αρχίζει να καταλαβαίνει ότι ο θύτης είναι πάντα ο ένοχος και ποτέ το θύμα, μια γενιά που έχει συμμαθητές και συμμαθήτριες που ανήκουν στη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα και το λένε, μια γενιά που συχνά θα αντιδράσει όταν κάποιος ενήλικας θα της τσιμπήσει το μάγουλο και θα ειρωνευτεί τις
νοητικές της δυνατότητες, μια τέτοια γενιά, δυστυχώς δεν έχει τους παιδαγωγικούς θεσμούς που της αναλογούν. Δυστυχώς ζει ακόμα σε ένα σχολείο, που προτιμάει να της βάζει να παπαγαλίζει τη χρονολογία μιας ιστορικής μάχης ή έναν μαθηματικό τύπο παραπάνω, παρά να της διδάσκει τι σημαίνει συναίνεση ή ότι το σώμα του καθενός και της καθεμίας είναι δικό της και μπορεί να το κάνει ό,τι θέλει.
Στη διάδοχο της όμως, τη Gen A, νομίζω ότι μπορούμε να προσφέρουμε τουλάχιστον την εκπαιδευτική στήριξη που της αξίζει. Μπορούμε να προσπαθήσουμε να της επιτρέψουμε την πρόσβαση σε όλα τα χρώματα, σε όλα τα παιχνίδια και σε όλα τα συναισθήματα ανεξαρτήτως φύλου. Να της μάθουμε να μιλάει γι’ αυτά. Να σπάει τη σιωπή της, χωρίς να γεμίζει τύψεις. Τότε ίσως γίνει πραγματικά «Gen Glass».
Τη «Gen Glass» συνήθως τη μεταφράζουμε στα ελληνικά ως «η γενιά της οθόνης». Ορθώς μάλλον. Κι εμένα αυτή η μετάφραση μου έρχεται πρώτη στο μυαλό. Όμως αμέσως μετά, η λέξη «Glass» μού φέρνει στο νου το «γυαλί» ή μάλλον ένα γυάλινο ποτήρι νερού. Και μ’ αρέσει ακόμα πιο πολύ αυτός ο χαρακτηρισμός. Μια «γυάλινη γενιά».
Όχι μια γυάλινη γενιά με την έννοια της ευθραυστότητας. Αλλά μια γενιά σαν γυάλινο ποτήρι νερού. Διαφανής. Καθαρή. Που θα μπορείς να δεις μέσα της. Γιατί δε θα έχει ανάγκη να σου κρύψει κάτι. Δε θα έχει ανάγκη να ικανοποιήσει τα στερεότυπα των παππουδογιαγιάδων της ή των γονιών της. Δε θα έχει ανάγκη τα «μπράβο» μας. Δε θα έχει ανάγκη να ταΐσει το αδηφάγο υπερεγώ της.
Μια γενιά, σαν γυάλινο ποτήρι νερού. Που θα θυμάται ότι στα παιδικά της χρόνια οι γονείς, οι δασκάλες και οι δάσκαλοί της τής δίνανε απλόχερα το νερό που ζητούσε. Χωρίς να περιμένουν ως αντάλλαγμα την πραγμάτωση των δικών τους ανεκπλήρωτων απωθημένων.
Μια γενιά, σαν γυάλινο ποτήρι νερού. Που λίγο αργότερα θα μας ξεδιψάει. Συνειδητά ή ασυνείδητα. Γιατί έτσι τη μάθαμε να λειτουργεί. Με αλληλεγγύη, ενσυναίσθηση και αποδοχή.
Μια γενιά, σαν γυάλινο ποτήρι νερού. Που σίγουρα θα με ειρωνευτείς ότι το βλέπω μισογεμάτο. Και θα σου απαντήσω ότι αν το έβλεπα μισοάδειο, ίσως να μην μπορούσα να βοηθήσω. Γιατί ίσως να μην προσπαθούσα με τον ίδιο ζήλο, να προσέξω να μην σπάσει.