ΝΙΚΟΣ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ| Ψυχίατρος παιδιών και εφήβων - Ομαδικός Αναλυτής Θεραπευτής ζεύγους και οικογένειας

Πώς επηρέασε τις σχέσεις η πανδημία

Η πανδημία της COVID-19 έχει αναμφίβολα αφήσει ανεξίτηλο στίγμα στην καθημερινότητά μας – ίσως και στην γενικότερη κοσμοθεώρησή μας. Τον Μάρτιο του 2020 ήρθαμε όλοι, υποχρεωτικά, σε επαφή με μία νέα πραγματικότητα, βγαλμένη ατόφια μέσα από την λογοτεχνία και τον κινηματογράφο επιστημονικής φαντασίας. Ο επιβεβλημένος σταδιακός περιορισμός της κινητικότητας όλων μας, με σκοπό τον έλεγχο της μετάδοσης του ιού, τροποποίησε δραστικά όλες ανεξαιρέτως τις πτυχές της καθημερινής ζωής και η περίφημη πια «καραντίνα» λειτούργησε άμεσα, ανατρεπτικά, «καταπληκτικά» (η κυριολεξία της λέξης έχει μεγάλο ενδιαφέρον).

Με τα σχολεία και τους περισσότερους χώρους εργασίας πια κλειστούς, βρεθήκαμε όλοι σε στενό εναγκαλισμό με την πυρηνική οικογένειά μας, αντιμέτωποι με το δίκτυο των σχέσεών μας, όπως βέβαια αυτές είχαν διαμορφωθεί από τις μέχρι τότε επιλογές μας. Προφανώς, αυτές οι επιλογές ήταν, και πάντοτε είναι, δικαιώματα και υποχρεώσεις των ενηλίκων, οι οποίες όμως έχουν πρόδηλες επιπτώσεις στη ζωή των ανηλίκων, των παιδιών μας.

Έτσι, τα παιδιά μας βρέθηκαν στο μεγαλύτερο μέρος του 24ώρου «μέσα», ανάμεσα στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς τους («περιορισμένα» ή «προστατευμένα»;) από τους τοίχους της οικογενειακής κατοικίας. Χαρακτηριστική της τότε αυτοσαρκαστικής διάθεσής μας ήταν, νομίζω, μία ανάρτηση στα κοινωνικά δίκτυα: «Είμαι όλη μέρα με τους δικούς μου… Εντάξει, καλοί άνθρωποι μου φαίνονται…!». Πέραν του αστείου όμως, η καραντίνα ομολογουμένως αδρανοποίησε όλους εκείνους τους παράγοντες της σύγχρονης ζωής, οι οποίοι είχαν καταστήσει την τελευταία σχεδόν αβίωτη: συνεχείς μετακινήσεις, αλλεπάλληλες δραστηριότητες, εναλλαγές ρόλων και λειτουργιών, ολοένα αυξανόμενο στρες και άγχος…

Μπορεί αυτή η αδρανοποίηση να είχε μεν και τα ευχάριστα αποτελέσματά της, αυτά όμως ήταν μάλλον πρόσκαιρα και επιφανειακά, πιθανότατα αποτελέσματα μίας ασυνείδητης ψυχολογικής μας άμυνας απέναντι στον καινοφανή φόβο και την πανδημική ανασφάλεια. Σε κάθε περίπτωση, τέτοιου είδους εσωτερικές διεργασίες έγιναν στον νου και την ψυχή των ενηλίκων και όχι των παιδιών. Τα τελευταία βρέθηκαν, κυριολεκτικά από τη μια στιγμή στην άλλη, να πρέπει να ζήσουν μια ριζικά διαφορετική καθημερινότητα, μια βίαιη ανατροπή όσων ήξεραν ως δεδομένα, σταθερά και αναντίρρητα. Και, μπορεί το εκάστοτε καινούργιο να μας φαίνεται, συνήθως, ενδιαφέρον, ευχάριστο και γοητευτικό, είναι όμως και φοβογόνο, άβολο και, συνεπώς, απευκταίο.

Για τα παιδιά, το σχολείο απώλεσε μία εκ των σημαντικών του λειτουργιών, αυτή της κοινωνικής συνύπαρξης τόσο των συνομηλίκων, όσο και των μαθητών – εκπαιδευτικών – γονέων (δηλαδή, αυτό που συνηθίζουμε να ονομάζουμε «Εκπαιδευτική Κοινότητα»), διατηρώντας, υποχρεωτικά και προσωρινά, μόνο τον αμιγώς γνωσιακό του προσανατολισμό. Τα παιδιά όλων των ηλικιών και βαθμίδων της Εκπαίδευσης εισήχθησαν σε μία ασάφεια, μία αβεβαιότητα, μία απροσδιοριστία, η οποία τους προκάλεσε φόβο, ανασφάλεια και αντιδραστικότητα, άλλοτε περισσότερο εμφανή και άλλοτε λανθάνουσα.

Είναι, νομίζω, εύκολα αντιληπτό πως μικροί και μεγάλοι έχασαν έτσι ένα σημαντικό μέρος της μέχρι τότε εγκατεστημένης αυτονομίας και εξατομίκευσής τους, αυτό που συνηθίζουμε να λέμε «προσωπικό χώρο», εξαναγκαζόμενοι να περνούν όλο το 24ωρό τους χωρίς να δρασκελίσουν ούτε μία φορά την εξώπορτα του σπιτιού τους, μέσα στα λίγα ή τα πιο πολλά τετραγωνικά της οικίας τους. Η καθημερινότητα, από φρενήρης ως προς την ταχύτητα και άμεση ως προς την φυσική παρουσία, έγινε αργή, έμμεση και, το κυριότερο, διαμεσολαβούμενη από το σταθερό τηλέφωνο και την οθόνη του κινητού, του tablet, του
laptop ή του υπολογιστή. Και, μπορεί μεν αυτές όλες οι συσκευές να μας ήταν ήδη οικείες, αλλά η χρήση τους από όλες τις ηλικιακές ομάδες πολλαπλασιάστηκε εκθετικά, διευρύνθηκε και «νομιμοποιήθηκε» πολύ περισσότερο μέσα σε λίγες μόνο μέρες. Βέβαια, η προϋπάρχουσα αυτή εξοικείωση ήταν αντιστρόφως ανάλογη της χρονολογικής ηλικίας: οι πιο ηλικιωμένοι γνωρίζουν λίγα, οι παραγωγικές ηλικίες
περισσότερα αλλά οι γεννημένοι μετά την ανατολή του 2000 έχουν έναν τεράστιο βαθμό κατανόησης και εμπειρίας της χρήσης τους.

Κατά την εμπειρία μου και κατά τις αναφερόμενες περιγραφές μικρών και μεγάλων, η καραντίνα έφερε την σύγχρονη ελληνική οικογένεια και σε ένα άλλο, ιδιαίτερα αμήχανο σημείο, εκτός της παρακολούθησης της παγκόσμιας πορείας της πανδημίας. Οι οθόνες «νομιμοποιήθηκαν» πλήρως, η κατάχρησή τους έγινε «αναγκαίο κακό» και ο ψηφιακός κόσμος μοιραίο συμπλήρωμα του μουδιασμένου, περιορισμένου και ακινητοποιημένου φυσικού μας κόσμου. Αναδείχθηκαν ως τα πλέον απαραίτητα παράθυρα προς τον έξω κόσμο, οι βασικοί δίαυλοι επικοινωνίας, πληροφόρησης και εργασίας, καθώς και οι κυρίαρχοι πάροχοι διασκέδασης, τόσο για τα παιδιά όσο και για τους ενηλίκους.

Έχω την εντύπωση πως δρασκελίσαμε όλοι μας, οριστικά και αμετάκλητα πλέον, ένα καθοριστικό κατώφλι. Η καθημερινότητά μας δεν θα είναι ποτέ πια όπως ήταν πριν. Το διαδίκτυο και η συνδεσιμότητα που αυτό μας προσφέρει, μοιάζει με ένα ποτάμι που κυλά προς τα εμπρός, άλλοτε ορμητικό και άλλοτε γαλήνιο, αλλά πάντα και μόνον προς τα εμπρός. Όταν, κατά τη διάρκεια της καραντίνας (αλλά και μετά πλέον) «συναντώ» διαδικτυακά ανθρώπους για μία συνεδρία ψυχοθεραπείας ή συμβουλευτικής και συλλαμβάνω τον εαυτό μου να λέει στη ροή του λόγου μου κάτι σαν «… μιας και βρεθήκαμε σήμερα εδώ, μήπως να…», αντιλαμβάνομαι μέσα μου ένα ξάφνιασμα, μία απότομη ανακοπή, μια στιγμιαία και αυτόματη επίπληξη προς εμένα τον ίδιο, εξαιτίας της φυσικής εκφοράς εκείνου του «…εδώ…». Αναρωτιέμαι, πού άραγε αναφέρομαι με αυτή τη λέξη, πού ακριβώς βρεθήκαμε και πόσο παρόντες είμαστε μέσα σε αυτή την καινούργια συνθήκη;

Ειλικρινά σας μιλώ, ποτέ μα ποτέ δεν ένιωσα κάτι αντίστοιχο να πιάνει τα παιδιά ή τους εφήβους με τους οποίους συνομιλώ. Για εκείνα, όλα αυτά είναι παντελώς φυσικά, αβίαστα, προφανή και ανεμπόδιστα.

Όταν τα ακούω να μου λένε πως μπαίνουν στο internet είτε για να παίξουν Minecraft, COD ή Fortnite, είτε για να chatάρουν στο Instagram, να χαζέψουν στο TikTok ή να δουν βιντεάκια στο YouTube, αντιλαμβάνομαι πως, το να τους πω οτιδήποτε αντίθετο, θα τους φανεί εξωγήινο, ουτοπικό, γραφικό και, συνεπώς, αδιάφορο. Αυτό που εμείς κάναμε βγαίνοντας από το σπίτι μας στη γειτονιά για να βρούμε τους φίλους μας και να παίξουμε μαζί τους, τα παιδιά μας το κάνουν μέσα από καλώδια, χειριστήρια και οθόνες. Οι δικές μας αναζητήσεις στην Πάπυρος – Larousse Britannica γίνονται τώρα στην Google search και στη Wikipedia και η «ενημέρωσή» μας από περιοδικά των περιπτέρων περνά τώρα από αναδυόμενα παράθυρα, click και subscribe. Δεν ήταν όλα τα τότε αθώα, ούτε όλα τα τωρινά επικίνδυνα.

Τα παιδιά μας μας χρειάζονται δίπλα τους, σύγχρονους, ενήμερους, φιλικούς, μέντορες και συνοδοιπόρους τους. Θα είναι χρήσιμο για όλους μας να συνειδητοποιήσουμε πως το ποτάμι δεν γυρνά ποτέ πίσω και καλά θα κάνουμε να μάθουμε τα παιδιά μας να επιπλέουν σε αυτό με σωφροσύνη, με μέτρο και με σύνεση, αποφεύγοντας τους βράχους, τις ξέρες και όλες του τις κακοτοπιές, για να αποκομίσουμε όλοι τα πλούσια οφέλη και τις ευκαιρίες του…!