
Χαμηλό Φως
Φως
χωμένο, στοιβαγμένο, κρυμμένο
προσπαθεί να βρει τρόπο διαφυγής
να νιώσει την υφή ενός πετάλου μαργαρίτας, ενός αιθέριου ρεύματος
ένα ήσυχο καλοκαιρινό απόγευμα
γεμάτο από χρώματα και μυρωδιές
σκέψεις κι ιδέες
μεγαλεπήβολους στόχους και οράματα του παρελθόντος
προβλέψεις κι ενέργειες του μέλλοντος
εφόδια και δύναμη για να πραγματοποιηθεί το απραγματοποίητο
συμπεράσματα κόπων, αγώνων, επαναστάσεων
με σημείο αναγνωρίσεως πάντα
τη θέληση και την επιμονή
των στρατιωτών που υπηρέτησαν
στο βωμό της
αρχικής απόκτησης του.
Όνειρα διάφανα και αόρατα
που δίνουν την εντύπωση μιας σταγόνας
στην άκρη ενός φύλλου
έτοιμη να πέσει, να σκάσει.
Αλλά φαίνεται τόσο έτοιμο να ταξιδέψει τον κόσμο,
τα μήκη και τα πλάτη που καλύπτουν
στεριές και θάλασσες
κράτη και ηπείρους
βουνά κι ακτές
να λάμψει και να ζεστάνει
νοήμονες και συναισθηματικούς
διστακτικούς και αποφασισμένους
ανίδεους και γνωστικούς.
Τότε παρατήρησα εκείνη
την λεπταλέη μορφή
που με μόνο τη σκέψη ύπαρξης της
με έστοιχειωνε βράδια αξημέρωτα,
μέρες ατέλειωτες
αλλά πάντα με το ίδιο σθένος
την ίδια φλόγα που έκπεμπε
προσπαθώντας να φωτίσει το χώρο που βρισκόταν
το μικρό, προκατασκευασμένο πλαίσιο που την
τοποθέτησαν
περιόρισαν
φυλάκισαν.
Εκείνη όμως δεν γνώριζε την πλάνη,
φως υπήρχε, απλά δεν την άφηναν να το δει
να το ρουφήξει
να το κρατήσει
σφραγίζοντας τα μάτια της
με προσχήματα και υποσχέσεις
ασπρόμαυρες φιγούρες αλυσοδένουν
τη ψυχή της
και νιώθει ότι κάτι δεν είναι σωστό.
Ζητάει βοήθεια
υψώνει τη φωνή,
αλλά όσο και να προσπαθήσει
να ανασηκωθεί
φοβάται το άγνωστο μονοπάτι
και συνεχίζει να παρακαλάει για
θαύμα απλό
με εμένα μάρτυρα βουβό και απόμακρο.
Κι αυτό συμβαίνει αλλεπάλληλες φορές,
χωρίς να αντιδρώ, χωρίς να τολμώ.
Μέχρι που η χροιά έσπασε τη σιωπή.
Τα δάκρυα της άγγιξαν το κρύο, βρόμικο πάτωμα του περιχώρου
και από τη λήθη μου ανασύρθηκε
η εικόνα της σταγόνας
γεμάτη από φωτιά
γεμάτη από ζωή
και το τείχος κατεδαφίστηκε
η άμυνα μου απέναντι στις τύψεις
της αναισθησίας και αδιαφορίας
έπεσε, έσπασε
η κατάσταση της με ώθησε να της συμπαρασταθώ
να τη φέρω στο δικό μου φως, να το μοιραστώ μαζί της
να της το προσφέρω με ό,τι απομεινάρι είχα εγώ
κι ανασηκώθηκα ο ίδιος για χάρη της
κι έκανα το πρώτο βήμα
την πρώτη αλλαγή
μα έμεινα εκεί,
παγωμένος
γιατί λίγο είχα καταλάβει ότι ήμουν κι εγώ δεμένος
σκλαβωμένος
παραμελημένος
χωρίς να το καταλάβω
με διαφορετικό τρόπο είχα ξεγελαστεί
πιστός μιας δεδομένης παραχωρημένης γνώσης.
Λίγο είχα σκεφτεί ότι τελικά εκείνη μόνη
μέσα στο σκοτάδι
είχε συνειδητοποιήσει τη φόλα, την απάτη
κι ας ήταν μόνη και φοβισμένη
κακοποιημένη και ταλαιπωρημένη
σύμμαχο είχε την εικόνα του κήπου της,
του δικού της που φανταζόταν να δημιουργήσει
κάποια μέρα, κάποια στιγμή
όταν ενδεχομένως κάποιος σαν κι εμένα
θα τη γλίτωνε
θα ξέφευγε
και θα τον περιποιούνταν, θα τον φρόντιζε
για να φυτέψει όλων των ειδών τα λουλούδια
για να ελκύσει όλων των ειδών τα ζωύφια
που με τη σειρά τους θα συνέβαλαν στη διατήρηση του ευαίσθητου οικοσυστήματος.
Και φαινόταν μάλλον χαρούμενη
με τη φαντασία της να οργιάζει
δίνοντας στα όνειρα της σάρκα και οστά
χωρίς να πτοείται.
Κι εγώ κάπου εκεί
ξεχασμένος
σιωπηλός
έχοντας αργήσει να λάβω μέρος
στο δημιουργικό παιχνίδι
του ασυνείδητου
παραμένω συμβιβασμένος.
Δεινός παρατηρητής
του δικού μου παθήματος.
Μέχρι που το δικό μου φως,
που φαινομενικά θεωρούσα
ότι απολαμβάνω και τρέφομαι από αυτό
τρεμοπαίζει
και χάνεται.
Από τη μαθήτρια της Β’ Λυκείου, Δήμητρα Καμπυλαυκά