Το Χρονικό μιας Εισβολής: Κύπρος 1974

 

1974

Η Ελλάδα ζει την πιο μεταβατική περίοδο της σύγχρονης ιστορίας της. Η δικτατορία αποχωρεί. Όμως, μια είδηση έρχεται να ταράξει το ήδη ταραγμένο από τις πολιτικές εξελίξεις κλίμα. Το πρώτο και πιο ισχυρό απόνερο της χούντας των συνταγματαρχών είχε μόλις χτυπήσει. Ένα απόνερο που μπορεί να έφυγε τυπικά με την παύση των εχθροπραξιών όμως είναι ακόμα μια πληγή η οποία μένει ανοιχτή εδώ και σχεδόν 50 χρόνια. Μια πληγή που δεν ξεχνιέται…

 

15 Ιουλίου 1974, 8.15 π.μ.:

«Χρυσή κλωστή και βελονιά ποιος θα δικάσει τον φονιά»

Η 15η Ιουλίου έμελλε να είναι η μέρα η οποία θα ήταν η αρχή του τέλους για τη μισή Κύπρο. Οκτώ και τέταρτο το πρωί στο Ρ.Ι.Κ. (Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου) παίζει το τραγούδι «Το πουκάμισο το θαλασσί» το οποίο, όμως, θα είχε εκείνη τη μέρα μια ιδιαιτερότητα. Αντί να τελειώσει κανονικά θα τελειώσει στον στίχο «Χρυσή κλωστή και βελονιά ποιος θα δικάσει τον φονιά». Ξαφνικά το Ρ.Ι.Κ. σιωπά…

Είναι πλέον γεγονός. Έχει αρχίσει το πραξικόπημα με κωδική ονομασία: «Ο Αλέξανδρος εισήλθε εις το νοσοκομείο». Ο υποτιθέμενος «Αλέξανδρος» ήταν ο Μακάριος, ενώ το «νοσοκομείο» το Προεδρικό μέγαρο. Την ημέρα αυτή ο Μακάριος είχε υποδεχθεί στο προεδρικό μέγαρο κάποια ελληνόπαιδα από την Αίγυπτο. Ένα από αυτά άκουσε μια από τις σφαίρες, που εκπυρσοκροτήσαν, ο Μακάριος εντούτοις το καθησύχασε. Ξαφνικά όμως άρχισε το μέγαρο να κατακλύζεται από πυροβολισμός. Αφού φρόντισε να προστατεύσει τα παιδιά διέφυγε με πολιτικά ρούχα από την πίσω είσοδο του μεγάρου, με τη βοήθεια τριών σωματοφυλάκων. Τελικά μετά από μεγάλη προσπάθεια κατέφυγε σε μια μονή της Κύπρου όλοι, όμως, νόμιζαν πως ήταν νεκρός.

 

20 Ιουλίου 1974

Ήταν η αρχή για την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο…

Ξημερώνει Σάββατο σε μια Κύπρο κεραυνοβολημένη από τα προαναφερθέντα γεγονότα. Τα τουρκικά στρατεύματα με 40.000 στρατιώτες αποβιβάζονται στις βόρειες ακτές της Κύπρου υπό την διοίκηση του αντιστράτηγου Νουρετίν Ερσίν. Η Κύπρος απροετοίμαστη· απροστάτευτη. Εκείνη την ώρα αρχίζουν να κατεβαίνουν οι πρώτοι Τούρκοι αλεξιπτωτιστές, οι οποίοι όμως δεν συνάντησαν καμία αντίσταση. Δεν ακούγονταν, σύμφωνα με κάτοικους, ούτε πυροβολισμοί. Αυτό που ακουγόταν όμως ήταν τα Τούρκικα οχηματαγωγά τα οποία ήταν έτοιμα να κάνουν ό,τι χρειαστεί προκειμένου η Κύπρος να γίνει δικιά τους .

Το εξωφρενικό γεγονός είναι ότι οι τούρκοι δεν δήλωσαν ποτέ την επίθεση ως επίθεση αλλά ως ειρηνική επέμβαση, με αφορμή το πραξικόπημα!

Ας αναρωτηθούμε, λοιπόν, εφόσον επρόκειτο για «ειρηνική παρέμβαση»: Γιατί τόσοι νεκροί, τόσοι τραυματίες, και ορφανά; Γιατί τόσοι βιασμοί; Γιατί ξεριζωθήκαν από τα σπίτια τους, την πατρίδα τους, 200.000 κύπριοι; Γιατί τόσα μουσεία, γιατί λεηλατήσατε ό,τι ελληνικό; Όλα αυτά τα ερωτήματα, όλοι αυτοί οι προβληματισμοί, ποτέ δεν θα απαντηθούν. Η μοναδική ίσως απάντηση θα ήταν μια δημόσια συγγνώμη από την Τουρκία για τις αποτρόπαιες πράξεις που έγιναν μετά την εισβολή.

Καλώς ή κακώς, αυτό που μένει πάντα στην ιστορία, και αυτό που δεν πρέπει να ξεχάσουμε, είναι οι άνθρωποι. Όχι μόνο αυτοί που έφυγαν, αλλά και αυτοί που έστω την ύστατη στιγμή πολέμησαν, χωρίς βοήθεια, για να σώσουν ό,τι σωζόταν, για να γλιτώσουν κάποιες οικογένειες από τον θάνατο και τις φρικαλεότητες των Τούρκων. Στο σήμερα, μπορεί οι άνθρωποι να έχουν μεταξύ τους καλές, μέχρι και φιλικές σχέσεις, όμως οι πληγές είναι βαθιές και δεν κλείνουν. Γιατί η ιστορία δεν ξεχνά. Ούτε κι εμείς.

 

Θοδωρής Καραγεωργάκης, Μαθητής Α’ λυκείου