Η μελωδική ζωή και το ζωντανό έργο του Μάνου Χατζιδάκι

 

Μία από τις σημαντικότερες μουσικές ιδιοφυΐες της Ελλάδας, η ενσάρκωση της μελωδίας του ελληνικού κινηματογράφου, ένας από τους πιο ευρηματικούς και ασυμβίβαστους καλλιτέχνες της γενιάς του και πολλών γενεών ακόμη, ο απόγονος του Σεβάχ του θαλασσινού… Μα φυσικά μιλάμε για τον Μάνο Χατζιδάκι. Ο μουσικός συνθέτης που έχει στιγματίσει την ελληνική καλλιτεχνία, που έχει αφήσει το δικό του σημάδι στην παγκόσμια μουσική κληρονομιά. Ένα εμβληματικό μυαλό, μια δημιουργική προσωπικότητα, ένας μοναδικός χαρακτήρας. Ο Μάνος Χατζιδάκις έχει χαραχτεί στις μνήμες μας και έχει δώσει χρώμα στην παιδική και ενήλικη ζωή των Ελλήνων. Ένας ταπεινός άνθρωπος, που δεν αποσκοπούσε στη δημοφιλία και τον πλούτο, αλλά στην ανύψωση του δικού του πνεύματος και του πνεύματος του συνανθρώπου του.

 

Ο Μάνος γεννήθηκε το 1925. Μια δύσκολη περίοδο για κάθε ευρωπαϊκή χώρα και μια περίοδο μετάβασης στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Όταν άρχισε να καταλαβαίνει τις παθογένειες του κόσμου, έθεσε έναν μόνο σκοπό. Την απελευθέρωση του πνεύματος από τα δεσμά της καταπίεσης και της καταδυνάστευσης. Ως μέσο επίτευξης αυτού το μεγαλεπήβολου στόχου του έθεσε την τέχνη. Την μουσική, το τραγούδι και τη ποίηση.

 

Γεννήθηκε στην Ξάνθη. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του έζησε εκεί, ώσπου οι γονείς του χώρισαν και μετακόμισε στην Αθήνα. Κάπου εκεί, είχε και την πρώτη του επαφή με την μουσική. Από τα τέσσερά του, μάλιστα, ξεκίνησε μαθήματα πιάνου και αργότερα άρχισε να εξασκεί το ακορντεόν και το βιολί. Με τον ερχομό του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, αλλά παράλληλα και τον θάνατο του πατέρα του σε αεροπορικό δυστύχημα, η οικογένεια γνώρισε μεγάλη οικονομική και συναισθηματική ύφεση. Ο Μάνος ξεκίνησε γι’ αυτόν τον λόγο να δουλεύει ως φορτοεκφορτωτής για τον βιοπορισμό του και της οικογένειάς του. Μέσα σε αυτή την κατάσταση, την παγκόσμια κρίση αξιών, ο Χατζιδάκις συνειδητοποίησε ότι κάτι πρέπει να γίνει για ανυψώσει το ανθρώπινο πνεύμα και να ενισχύσει ην τέχνη, για να συνεχίσει να είναι αυτό που πρέπει, η έκφραση της ψυχής. Μόλις έκλεισε λοιπόν τα 19 του χρόνια ξεκίνησε αυτό το μακρύ και δύσβατο μονοπάτι. Τα πρώτα του βήματα έγιναν στην δραματική σχολή, όπου συμμετείχε στην κωμωδία «Ο Τελευταίος Ασπροκόρακας». Ο ίδιος, όμως, ο καθηγητής του τον προέτρεψε να ασχοληθεί αποκλειστικά με την μουσική, κάτι που αργότερα φάνηκε μια από τις πιο σοφές αποφάσεις που είχε πάρει.

 

«Αδιαφορώ για την δόξα. Με φυλακίζει μες στα πλαίσια που καθορίζει εκείνη κι όχι εγώ», είχε πει χαρακτηριστικά ο Μάνος Χατζιδάκις. Η δόξα δεν ήταν ποτέ αυτοσκοπός του κι ας είναι πασίγνωστος μέχρι και σήμερα. Δεν ήθελε να χαθεί στον ατελείωτο κόσμο της ματαιοδοξίας, που ήταν παράλληλα τόσο περιοριστικός όσο μια κορνίζα. Ήθελε να νιώθει ελεύθερος, στον δικό του κόσμο, στον κόσμο της απεριόριστης έκφρασης και της ατελείωτης ελευθερίας. Ήθελε να δημιουργεί χωρίς να τον περιορίζουν άτομα προβάλλοντας τις δικές τους αξιώσεις και απαιτήσεις. Ήθελε να φτιάχνει έργα τα οποία δεν θα εκφράζουν μόνο την χαρά αλλά και τις λύπες του κόσμου, την ελευθερία αλλά και την καταπίεση, τη ζωή και τον θάνατο, τον παράδεισο και την κόλαση, το γλυκό και το πικρό, το όμορφο και το άσχημο, τις αντιθέσεις δηλαδή της ύπαρξης. Ο Μάνος Χατζιδάκις ήξερε πολύ καλά τις ανάγκες του κόσμου, συνεπώς δεν χρειαζόταν την δημοσιότητα για κανέναν απολύτως λόγο. Και αυτό ήταν και το μυστικό, ο δικός του τρόπος, για την απόκτηση μιας αιώνιας δόξας. Και όντως τα κατάφερε.

 

Επιτυχία, μετά από επιτυχία, εκείνος έφτιαξε τον δικό του δρόμο, εκείνος περπάτησε στο δικό του μονοπάτι. Η ιστορία του Μάνου Χατζιδάκι μετά από κάποιο σημείο είναι απερίγραπτη. Τόσο ποιοτικό έργο, τόσες μουσικές εκφράσεις της ψυχής του, τόσες μίξεις από αντίθετα συναισθήματα που δημιουργούσαν μια πρωτόγνωρη αρμονία. Από το 1947 μέχρι και το τέλος της ζωής του το 1994 δημιουργούσε ασταμάτητα, όχι επειδή έπρεπε, αλλά επειδή έτσι ένιωθε. Ένιωθε μια ασταμάτητη τάση να συνθέτει, να γράφει, να παίζει, που του έδινε ταυτόχρονα την ώθηση να ζει πέρα από το κατεστημένο, να νιώθει πέρα από το «φυσιολογικό», να δημιουργεί για να ανυψώσει το πνεύμα όλων μας. «Το χαμόγελο της Τζοκόντα», οι «Δέκα εσπερινοί», «Το βαλς των χαμένων ονείρων», «ο Κεμάλ» (σε συνεργασία με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη), «Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι», είναι μερικά από τα πιο γνωστά έργα του Μάνου Χατζιδάκι που άφησαν σημάδι στην ιστορία της ελληνικής μουσικής. Οι μελωδίες του συνόδευαν τις ελληνικές ταινίες, το μόνο μέσο ψυχαγωγίας μιας παλαιότερης γενιάς και κατάφεραν να χρωματίσουν τον καμβά της ελληνικότητας.

 

Ο Μάνος ήξερε να περνάει καλά και να δίνει αυτή τη χαρά και στους γύρω του. Μόνο από την φράση του «Δεν γράφω το όνομά μου με -η- γιατί νομίζω με παχαίνει», καταλαβαίνουμε το ιδιαίτερο και καυστικό χιούμορ του. Δεν ήθελε, συνεπώς, να δώσει αυτή τη χαρά σε μια άσκοπη δημοσιότητα και γι’ αυτό όπως είναι γνωστό, όταν πήρε το Όσκαρ καλύτερης μουσικής επένδυσης στη ταινία, με πρωταγωνίστρια τη Μελίνα Μερκούρη, «Ποτέ την Κυριακή» το πήρε αναγκαστικά και μάλιστα, τόσο το μισούσε, που το είχε ως «σφήνα» για να κρατάει την πόρτα του ανοιχτή. Τα χρήματα που εισέπραττε από τα έργα και τις δουλειές του, δεν τα χρησιμοποιούσε για τη δική του ευχαρίστηση και τη δική του «καλή ζωή», αλλά τα έδινε απλόχερα σε φιλανθρωπικές οργανώσεις και σε ανθρώπους που τα είχαν πραγματικά ανάγκη.

 

Ο αγαπημένος αυτός καλλιτέχνης ήταν ένας σημαντικός στοχαστής και ήξερε να μετριάζει τις ανάγκες με τις υποχρεώσεις. Ενώ το καλλιτεχνικό του έργο τον βοήθησε, εν μέρει, στον βιοπορισμό του, στην πραγματικότητα τον βοηθούσε περισσότερο στον στοχασμό, την αυτογνωσία και την αυτοβελτίωση. Ήξερε πώς ήταν και πώς ήθελε να γίνει και πώς μπορούσε να το καταφέρει αυτό. Προς το τέλος της ζωής του, όταν πια είχε καταλάβει ότι οι αντοχές του λιγόστευαν ήθελε πραγματικά να πλησιάσει περισσότερο τον εαυτό του: «Τώρα που ζω με τον εαυτό μου βαθιά κι απόλυτα, θέλω να μάθω ο ίδιος ποιος υπήρξα, τι σκέφτηκα, πώς έζησα και τι είναι αυτό που συνθέτει την μελλοντική μου απουσία». Και αυτή είναι η μαγεία που έκρυβε μέσα του. Η μαγεία που μπορεί να αλλάξει τον κόσμο όλο.

 

Η διορατικότητα του Χατζιδάκι τού επέτρεψε να δει μακριά στο μέλλον. Κάτι που δεν είναι εύκολο να κάνει κανείς. Βαθιά μέσα του ήξερε πως ο σημερινός κόσμος είναι ένας φαύλος κύκλος φαινομενικής επιτυχίας, ελάχιστης προόδου και συνεχούς αποτυχίας. Μια ατέρμονη προσπάθεια κόντρα στο ρεύμα, μια προσπάθεια να γλιτώσουμε από τα σαγόνια του λύκου. Ήξερε πως όσο και να προσπαθεί ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να συνεχίσει να είναι μπλεγμένος σε αυτόν το άπειρο ιστό της αράχνης. Από αυτόν τον ιστό που δεν μπορούσε να ξεφύγει. Και όχι επειδή δεν μπορεί. Αλλά επειδή δεν το θέλει πολύ. Δεν προσπαθεί να ξεφύγει από την παγίδα της καταπίεσης, του ψέματος, της απάτης.

 

Στο τραγούδι του «Ο Κεμάλ» ένας φτωχός νέος, καταδικασμένος σε θάνατο φτάνει τελικά στον τελευταίο του προορισμό, τον παράδεισο, το μόνο μέρος όπου είναι πραγματικά ελεύθερος και αποδεκτός. Σε έναν μόνο στίχο κιόλας εκφράζει αυτή, την ατελείωτη και αδύνατη προσπάθεια του ανθρώπου να γίνει και να νιώσει πραγματικά ελεύθερος: «Καληνύχτα Κεμάλ. Αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ… Καληνύχτα…».

 

 

Σπύρος Γρηγοριάδης

Μαθητής Α’ Λυκείου