Οδυσ(σ)έας: Πώς ο Καζαντζάκης έπλασε το αρχέτυπο του σύγχρονου Σισύφου

Η υπέρμετρη συμβολή του Νίκου Καζαντζάκη στον κόσμο των γραμμάτων και των τεχνών είναι αδιαμφισβήτητη, αφού εκείνος όχι μόνο αποτέλεσε τον μεγαλύτερο Έλληνα μυθιστοριογράφο όλων των εποχών, αλλά και εισήγαγε μια τέτοια φιλοσοφική στάση απέναντι στον κόσμο, στον Θεό, και στο χρέος του ανθρώπου, που διαμόρφωσε ένα νέο Modus Vivendi – έναν νέο τρόπο ζωής, έναν νέο ιερό Δεκάλογο, μία νέα Ασκητική. Μάλιστα, ο Καζαντζάκης δεν πρόβαλλε μέσω των γραπτών του, ναρκισσιστικά, τη δίκη του μονάχα κοσμοθεωρία, αλλά φρόντιζε, εμποτίζοντας στα δημιουργήματά του την φλόγα ολάκερου του πνευματικού του είναι, να καθρεφτίζει στους αναγνώστες των βιβλίων του πανανθρώπινες, διαχρονικές, αθάνατες ιδέες.

 

Το έργο του, στο σύνολό του, αλλά και κυρίως στην Αναφορά στον Γκρέκο του, συμπεριλαμβάνει μια πληθώρα ιδεών και συνθετών φιλοσοφικών ζητημάτων, με όλα όμως να συνάδουν στη σύνθεση του αρχέτυπου του σύγχρονου ανθρώπου, του σύγχρονου πολεμιστή: του Οδυσσέα, αυτού του νέου Οδυσσέα, του καζαντζακικού Οδυσσέα, ο οποίος ισοδυναμεί, το κάθε άλλο, με τον ίδιο τον σύγχρονο Σίσυφο.

 

Πρόγονοι και ράτσα, άνθρωπος και ανθρωπότητα, αρετή και αμαρτία, Θεός και Εωσφόρος, φόβος και ελπίδα, ελευθερία και λύτρωση, φλόγα και φως. όλα αυτά τα δίπολα αόριστων ιδεών εν τελεί συντίθεται και ολοκληρώνουν την πνευματική μεταρρύθμιση που προτείνει ο Καζαντζάκης. Ο σύγχρονος καζαντζακικός ήρωας κινείται στο δίπτυχο του Νιτσεϊκού Υπερανθρώπου και του διαχρονικού Οδυσσέα. κάτι που, αναμφίβολα, θυμίζει το δίπτυχο Προμηθέα-Σισύφου.

 

 

Από τη μία, ο Προμηθέας αποτελεί τον αχαλίνωτο ήρωα, τον μέγα Τιτάνα, ο οποίος διαλαλεί το όραμα ενός μελλούμενου κόσμου. Ο Προμηθεύς Πυρφόρος, φέροντας τη φωτιά, γεφυρώνει την άβυσσο και δημιουργεί έναν ολοκαίνουριο δρόμο, για να τον ακολουθούν οι επόμενες γενιές των ανθρωπίνων κοπαδιών. Φτάνει στην άκρη της αβύσσου, και έτσι, Δεσμώτης, παλεύει με τον Θεό τον ίδιο, μέχρι που κατακρημνίζεται στα βάθη του Ταρτάρου, του γκρεμού. μόνο τότε, όντας πλέον Λυόμενος, αναδύεται από τα χάος και κατακτά τη θέση του Θεού στον πνευματικό Παράδεισο που ο ίδιος διακήρυξε.

 

Ο Προμηθέας, όσο ακόμα φέρει τη δική του πνευματική φλόγα, ξέρει ότι η φλόγα αυτή δεν είναι αρκετή, και είναι Δεσμώτης του φόβου και της ελπίδας του. είναι ένα αλυσοδεμένο θηρίο, που παλεύει με τα δεσμά του, για να τα σπάσει, για να λυτρωθεί. Χτυπάει, χτυπάει ασυγκράτητα τη μοίρα του, μέχρι να ανοίξει τη δίκη του πόρτα, μέχρι να γλιτώσει. και για να γλιτώσει, ο Υπεράνθρωπος εκείνος οφείλει να κοιτάξει με αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια, να βρει δηλαδή το φως. να αψηφήσει τη βουλή του Δία, να δείξει στον Θεό πως ο κόσμος έχει πλέον αλλάξει, έχει προχωρήσει, δεν χρειάζεται πια τον στυγνό αυτό δικτάτορα από πάνω του για να τον προσκυνάει – και να βουτήξει στο κενό. Γιατί, όταν εκείνος αδέσμευτα, πρόθυμα, δεν καταδέχεται και δεν υπογράφει, κοιτάει κατάματα τον μέγα φόβο, τον Θάνατο, και ο φόβος φοβάται και φεύγει. Κι έτσι ο Προμηθέας βουτά, και όπως βουτά, σπάει το σκοινί του νου και της καρδιάς του που τον κρατούσε αιχμάλωτο, κι εν τελεί πετάει. Λευτερώνεται.

 

Αντιλαμβάνεται ότι αφού έχει βγάλει φτερά, πετάει πλέον πάνω από τα πάθη. Τη φλόγα του πνεύματός του την έχει κατεργαστεί πια αρκετά, την έχει μεταστοιχειώσει σε φως, έχει μεταμορφωθεί πια το σκουλήκι σε πεταλούδα. και το φως, το μεγάλο αυτό μυστικό ότι «Και το Ένα ετούτο δεν υπάρχει!», ο Προμηθέας οφείλει να το μοιραστεί με τον υπόλοιπο κόσμο. Φυσάει λοιπόν αγέρα και στοχασμό, σαν τον μάγο Πρόσπερο της σαιξπηρικής Τρικυμίας, και θεμελιώνει γέφυρες που εκμηδενίζουν την άβυσσο, χτίζοντάς τες από το πιο στέρεο υλικό, από το υλικό που δομεί το ίδιο το Σύμπαν: από όνειρο. Έχει τα πινέλα, έχει τα χρώματα, ζωγραφίζει τον Παράδεισο και μπαίνει μέσα, παρασέρνοντας μαζί του τις ανθρώπινες ορδές, σκίζοντας τις ανθρωπόμορφες μάσκες που ορίζουν τις νύχτες των πραγματικοτήτων μας και αποκαλύπτοντάς μας το νέο μονοπάτι της λαμπερής, πανανθρώπινης Αλήθειας.

 

Μόνο τότε εγκαθιδρύεται στον Θρόνο του έκπτωτου, νεκρού Θεού. ο Κρόνος έγινε Δίας, και ο Δίας έγινε Προμηθέας. η βασιλεία του κόσμου πέρασε από τον Πατέρα στον Υιό, και από τον Υιό στο Άγιο Πνεύμα. ο Νόμος, δηλαδή, έγινε Πίστη, και η Πίστη αυτή Αγάπη, όπως θα έλεγε και ο μοναχός Ιωακείμ ντε Φλόρα. Ο Υπεράνθρωπος πλέον έχει γίνει ο Λυτρωτής, Κύριος του εαυτού του και της μοίρας του, σπάζοντας τον κύκλο της Νιτσεϊκής Αιώνιας Επιστροφής, κηρύττοντας τον ερχομό της Δευτέρας Παρουσίας, διασφαλίζοντας την ανθρώπινη Σωτηρία.

 

 

Από την άλλη, ο Σίσυφος ενθυλακώνει το πρότυπο του αδέσμευτου, του ακατάδεχτου, του ασυμβίβαστου ανθρώπου. Είναι ο φλογερός πρόδρομος του Ζορμπά, ο ατέρμονος χορευτής, ο ατέρμονος πολεμιστής, ο οποίος αντικρίζει τον Θεό και τον Θάνατο και τους αψηφά. Είναι ο μέγας επαναστάτης, ο παμπόνηρος, ο οποίος προδίδει τον ίδιο τον Δία, ξεφεύγει από τον Άδη, αλυσοδένει τον Θάνατο και χαρίζει στους υπόλοιπους ανθρώπους αιώνια ζωή. Είναι ο εγωπαθής κουρσάρος, που δεν πολεμά τα σκοτεινά του πάθη με νηφάλια, αναίμακτη, ουδέτερη, πάνω από τα πάθη αρετή – παρά με αλλά σφοδρότερα πάθη. Ζει μια ολόκληρη ζωή σαν να είναι ένα ποτήρι παγωμένο νερό. και για κάθε πράξη του, για κάθε αρετή και αμαρτία του, μία είναι η απάντησή του: «Δεν μετανιώνω!».

 

Ο λόγος, εντούτοις, που ο Σίσυφος παλεύει με αυτόν τον τρόπο σε όλη του τη ζωή, δεν είναι άλλος από το γεγονός ότι για να φτάσει στη δίκη του πληρότητα, ο Σίσυφος πρέπει να νιώθει ελεύθερος. Και αφού η στερνή, η πιο ιερή μορφή θεωρίας, είναι η πράξη, υιοθετεί αυτή τη νοοτροπία ως στάση ζωής – για αυτό ποτέ του δεν αναγνωρίζει τα σύνορα του ανθρώπου. Σπάει τα σύνορα. Αρνείται ό,τι θωρούν τα μάτια του. Πεθαίνει και λέει: «Θάνατος δεν υπάρχει!». Δεν καταδέχεται να σκύψει το κεφάλι του σε κανέναν Θεό, σε κανέναν αφέντη, καθότι η ελευθερία είναι ό,τι δίνει νόημα στη ζωή του, είναι η εγγενής ιδιότητα που διασφαλίζει τη μοναδικότητα του ανθρώπου.

 

Έτσι, όταν οι Θεοί τον αιχμαλωτίζουν στον Άδη, αναγκάζοντάς τον να κυλάει μια πέτρα μέχρι την άκρη του γκρεμού, γνωρίζοντας ωστόσο ότι η πέτρα αυτή ποτέ δεν θα πέσει, ο Σίσυφος δεν υποτάσσεται. Γιατί, αν υποταχθεί στους Θεούς και αναγνωρίσει την παντοδυναμία τους, απαλλάσσοντας επομένως τον εαυτό του από το φοβερό αυτό μαρτύριο, πάει να πει ότι θυσίασε την ευτυχία του στον βωμό της ανθρώπινης αδυναμίας. Σαν δεύτερος Οιδίποδας, χρειάζεται να βγάλει τα ίδια του τα μάτια για να δει καθαρά, για να γεννηθεί στην καρδιά του το παγκόσμιο όραμα που καταρρίπτει την αρχαιοελληνική ρήση «Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο». Τυφλός, ψηλαφεί το σκοτάδι αυτού του γεμάτου νύχτα βουνού για να ανακαλύψει τον μίτο του χαμένου νοήματος, και με αυτό σκίζει το παραπέτασμα των φαινομένων, χτίζοντας τη μορφή του δικού του κόσμου. Παρόλο που συνειδητοποιεί το θεμελιώδες, εκ φύσεως παράδοξο της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης, αφήνεται στην ελευθερία που διαποτίζει τη νέα του πραγματικότητα και προφέρει, σαν τον Οιδίπους επί Κολωνώ, σαν τον Κιρίλοφ των Δαιμονισμενων του Ντοστογιέφσκι πριν αυτοκτονήσει, μια φράση τόσο παλιά όσο και ο πόνος των ανθρώπων: «Κρίνω ότι όλα είναι καλά».

 

Συνεχίζει, και όλη η βουβή χαρά του έγκειται σε αυτήν ακριβώς τη στιγμή – γιατί από τη στιγμή αυτή, ο βράχος είναι η πραγματικότητά του. Το πεπρωμένο του τού ανήκει. χαράζει το δικό του μονοπάτι, μονάχα εκείνος γράφει το βιβλίο της δίκης του ιστορίας, τη μοίρα του την καθορίζει αυτός. Διδάσκοντας την ανώτερη πίστη που αρνείται τους θεούς και υψώνει τους βράχους, εκτελεί το χρέος του ανθρώπου. Σώζεται. Γιατί Λύτρωση θα πει να λυτρωθείς από όλους τους Λυτρωτές. αυτή ‘ναι η ανώτερη λευτεριά, η πιο αψηλή, όπου με δυσκολία αναπνέει ο άνθρωπος. Κι όμως, ο Σίσυφος αντέχει.

 

Αντέχει, διότι η ανώτατη αρετή δεν είναι να είσαι ελεύθερος, παρά να μάχεσαι για την ελευθερία. Αντέχει, διότι ευτυχία θα πει να ζεις όλες τις δυστυχίες. Αντέχει, διότι κάθε σταγόνα αίματος και ιδρώτα που εκείνος χύνει, είναι μια ένδειξη του Λυκόφωτος των Θεών, της ελευθερίας του, της λύτρωσης του. Και για αυτόν τον λόγο, άλλωστε, όπως έγραψε και ο μοναδικός Αλμπέρ Καμύ: Ο αγώνας και μόνο προς την κορυφή αρκεί για να γεμίσει μιαν ανθρώπινη καρδιά. Πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο.

 

 

Το ζήτημα είναι, παρατηρώντας το δίπτυχο Προμηθέα-Σισύφου, ότι ο κάθε άνθρωπος μπορεί να δικαιολογηθεί πως δεν μπορεί να γίνει ένας Προμηθέας. Γιατί ο Προμηθέας δεν είναι άνθρωπος. είναι Τιτάνας, είναι ήρωας, έχει αφοσιώσει τον εαυτό του σε έναν ανώτατο από το άτομο ρυθμό. Είναι Υπεράνθρωπος, πάνω από τον άνθρωπο. Και είναι επόμενο ο οποιοσδήποτε άνθρωπος να μην μπορεί να το καταφέρει αυτό.

 

Ο Σίσυφος, από την άλλη, δεν είναι ήρωας. Είναι άνθρωπος. Δεν έχει πραγματοποιήσει μια υπέρβαση για να παλέψει για μια πανανθρώπινη ιδέα, είναι ένας εγωκεντρικός πολεμιστής που αρνείται να θυσιάσει την ευτυχία και την αυτοπραγμάτωσή του, οποίο κι αν είναι το κόστος. Υπερνικά τον ηθικό του εαυτό στο αντίθετό του, και γίνεται ο ορισμός του Ζαρατούστρα κατά τον Νίτσε. Διδάσκει στους ανθρώπους ότι η ευτυχία είναι πράγμα απλό και λιτοδίαιτο, είναι κομμένη απάνω στο μπόι του ανθρώπου. Δεν είναι σπάνιο πουλί να το κυνηγάμε πότε στον ουρανό, πότε στο μυαλό μας. Η ευτυχία είναι ένα κατοικίδιο πουλί στην αυλή μας. Πλέον λοιπόν διαφαίνεται πως μπορούμε κι εμείς να φτάσουμε στην ευτυχία και στην αυτοπραγμάτωσή μας, γιατί είναι κι αυτός άνθρωπος. Ο Σίσυφος είμαστε εμείς.

 

Σαν απαύγασμα, επομένως, του Μύθου του Σισύφου, γεννιέται και ο Οδυσσέας. Όχι ο ομηρικός ναυαγός, αλλά ο καζαντζακικός πολεμιστής. όχι αυτός που κυνηγάει απεγνωσμένα μια χαμένη Ιθάκη, αλλά αυτός που αντιλαμβάνεται ότι δεν υπάρχει η καβαφική Ιθάκη. Ο νέος αυτός Οδυσσέας είναι λυτρωμένος από τη λύτρωση, γιατί έχει συνειδητοποιήσει ότι λύτρωση δεν υπάρχει. Οι άνθρωποι, όντας τελεολογικά όντα, αναζητούν έναν σκοπό – και ο Οδυσσέας μας αποκαλύπτει ότι ο σκοπός μας πρέπει να είναι η νιτσεϊκή βούληση κυριαρχίας πάνω στη δική μας μοίρα. Παραφράζοντας τον ίδιο τον Καζαντζάκη, αυτό που διαλαλεί είναι: «Εγώ, μονάχα εγώ, μπορώ να σώσω τον εαυτό μου». Από τη στιγμή, δηλαδή, που ο καθένας πιάσει στα χέρια του, συνειδητά, χωρίς αυταπάτες, τον δικό του βράχο, τότε είναι Κύριος της μοίρας του και των ημέρων του. Δεν υπάρχουν πια δικαιολογίες πίσω από τις οποίες μπορεί να κρυφτεί. υπάρχει μόνο εκείνος και ο κόσμος, εκείνος και ο βράχος του. Έτσι, ακόμα κι αν πρέπει να μετακινήσουμε βουνά, ακόμα κι αν πρέπει να αντιταχθούμε σε δυνάμεις πολύ μεγαλύτερες από τις δικές μας, ακόμα κι αν χρειαστεί να παλέψουμε με τους θεούς τους ίδιους, ξέρουμε πως είμαστε ό,τι είμαστε, είμαστε όπου είμαστε, επειδή το επιλέξαμε εμείς. Κατά μία έννοια δηλαδή, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να κυλάμε έναν βράχο στον γκρεμό μέχρι το τέλος της αιωνιότητας, θα μπορούμε να σφίξουμε τα δόντια και να συνεχίσουμε, καθώς θα γνωρίζουμε πως η τιμωρία μας αυτή είναι αποτέλεσμα των πράξεων μας, είναι η θριαμβευτική μας νίκη ενάντια στον κόσμο, ενάντια στον Θεό.

 

 

Αυτή είναι λοιπόν η λεύτερη κραυγή που κραυγάζει ο Σίσυφος, που αποδεικνύει μέσω της ατέρμονης Οδύσειάς του ο Οδυσσέας. Να πολεμάμε συνεχώς, ασταμάτητα, απροσκύνητοι, αλλά όχι για να αυτοπραγματωθούμε – αυτοπραγματωνόμαστε, γιατί είμαστε ευτυχισμένοι γνωρίζοντας τη μεγάλη Αλήθεια, πως το ταξίδι μας προορισμό δεν έχει. Είναι ένα ατέρμονο μονοπάτι, ακόμα κι αν ο χρόνος μας είναι πεπερασμένος. η λιγοστή διάρκεια της ζωής μας είναι αυτή που προσδίδει νόημα στον αιώνιο αγώνα μας ενάντια στον εαυτό μας, ενάντια στον άνθρωπο, ενάντια στον Θεό. Παλεύουμε για να λυτρωθούμε από κάθε ανθρωπόμορφο δεσμό που, ειρωνικά, κρατάει δέσμια τη μεγαλόπνοη ψυχή του ανθρώπου.

 

Κι έτσι, στο τέλος της ημέρας, δεν παίζει ρόλο αν νικήσαμε ή αν νικηθήκαμε. είμαστε γεμάτοι πληγές, και στεκόμαστε όρθιοι. Μετράει ότι παλέψαμε για τη νίκη. Πλέουμε πλέον στο πέλαγος της ανώτατης ελευθερίας, της πιο υψηλής σωτηρίας και λύτρωσης.

 

Αυτή είναι λοιπόν, αδιαμφισβήτητα, η μεγαλύτερη συμβολή του Νίκου Καζαντζάκη στα γράμματα και στις τέχνες: η γέννηση του Οδυσσέα. Του Οδυσσέα, που είναι υιός πραγματικός του Σισύφου, όχι του δειλού και άβουλου Λαέρτη, που μας δείχνει ότι ο μοναδικός μας σκοπός, ως άνθρωποι, είναι το κυνήγι της ευτυχίας. Και για να φτάσουμε σε αυτή την ευτυχία, πρέπει να καταργήσουμε τα σύνορα του ανθρώπου. Να σπάσουμε τη μοίρα μας, να τη λυγίσουμε. Να λυτρωθούμε.

 

Μα για να λυτρωθούμε, ο Καζαντζάκης προτείνει μια νέα μορφή θρησκευτικότητας: την κατεργασία του πνεύματός μας, για να μεταστοιχειώσουμε τη φλόγα της ψυχής μας σε ακτινοβόλο φως – να μην μπορέσει να πάρει ο Χάρος τίποτα από εμάς, παρά μονάχα έναν σωρό κόκαλα. Τούτη ήταν η μεγαλόπνοη επιδίωξη του συγγραφέα. Μέσω της κατανόησης, της αποδοχής ίσως των παγκόσμιων αυτών μυστικών που δομούν το Σύμπαν μας, ο άνθρωπος είναι σε θέση να σκαρφαλώσει στον Ανήφορο των δοκιμασιών του, να γίνει κάτι παραπάνω, να αποκτήσει άλλο νόημα και ουσία η ζωή του. Όχι για να φτάσει τον Θεό, αυτό το γαλάζιο πουλί με τα κόκκινα νύχια, αλλά γιατί το κάλεσμα του ανθρώπου, από τη φύση του, είναι μόνο ο αγώνας απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό. Η υπέρβαση των ορίων του δυνατού, η κατάκτηση του αδύνατου, η κυριαρχία επί των αχαλίνωτων δυνάμεων του Σύμπαντος:

 

– (…) Σου φανερώνω τα πιο ακριβά μυστικά μου για να ξέρεις. αν εγώ δεν προφτάσω ή δεν μπορέσω να ξετελέψω τα όσα έχω στον νου μου, ξακολούθα εσύ τον αγώνα. ξακολούθα τον και μη φοβάσαι και μην ξεχνάς ποτέ την άγρια παραγγελιά, που δίνει ο Κρητικός στον Κρητικό: «Αμόλα τη, τη νιότη σου και μην τήνε λυπάσαι!». Αυτό θα πει άντρας, αυτό θα πει παληκαριά, ετούτη είναι η ακρότατη επιθυμία της άγιας φλόγας.

Μου δίνεις τον λόγο σου; Μπορείς; Δεν θα λιποψυχήσεις; Δε θα στραφείς πίσω σου και δε θα πεις: Καλή ‘ναι η καλοπέραση και η αγκαλιά της γυναίκας και η δόξα;

Γιατί δε μιλάς;

 – Βαριά η εντολή που μου δίνεις, Μενεγή. δε γίνεται να γλυκάνει λίγο το χρέος του ανθρώπου;

– Γίνεται, μα όχι για σένα μήτε για μένα. τριών λογιών είναι οι ψυχές, τριών λογιών οι προσευχές:

            α’: Δοξάρι είμαι στα χέρια σου, Κύριε. τέντωσέ με να μη σαπίσω.

            β’: Μη με παρατεντώνεις, Κύριε, θα σπάσω.

            γ’: Παρατέντωσέ με, Κύριε, κι ας σπάσω!

Διάλεξε!

 

 

Ιδού η γέννηση του ανθρώπινου Οδυσσέα, του αρχέτυπου του σύγχρονου πολεμιστή: του ήρωα που δεν αναγνωρίζει σύνορα, του ήρωα που σκαρφαλώνει στο γιγαντιαίο άγαλμα της Αιώνιας Αλήθειας, για να τη στηρίξει και για να στηριχθεί, για να ζήσει ευτυχισμένος. Του ήρωα που αναγεννά τον Θάνατο σε Ζωή, κραυγάζοντας νικηφόρα: «Όρτσα παιδιά, και πρίμο είναι του Χάρου το αεράκι!». Του ηρώα που κάνει το μίσος μας αγάπη και μετουσιώνει τη φλόγα μας σε φως.

 

 

 

Αντώνης Μισθός

Μαθητής Α’ Λυκείου